ΠΡΑΤΗΡΙΟΥΧΟΙ: ΛΕΝΕ «ΟΧΙ» ΣΤΗΝ ΑΥΞΗΣΗ ΤΟΥ ΕΦΚ ΣΤΑ ΚΑΥΣΙΜΑ
Κατηγορηματικά αντίθετη σε ενδεχόμενη αύξηση του Ενιαίου Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα δηλώνει η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πρατηριούχων Εμπόρων Καυσίμων.
Όπως σημειώνει, η επιμονή της κυβέρνησης να διαρρέει και να καλλιεργεί το τελευταίο χρονικό διάστημα την επικείμενη αύξηση του Ε.Φ.Κ στα καύσιμα, μας ανησυχεί και μας προβληματίζει ιδιαίτερα, γιατί ανάλογες ενέργειες όπως η αύξηση του Ε.Φ.Κ το 2012 στο πετρέλαιο θέρμανσης, από 60 στα 330 ευρώ το χιλιόλιτρο είχε αρνητικά αποτελέσματα στην τότε προσπάθεια αύξησης των δημοσίων εσόδων.
Επιπλέον, επισημαίνει ότι η οποιαδήποτε αύξηση του Ε.Φ.Κ. είναι εντελώς αντιφατική, με την επιδίωξη της κυβέρνησης για το πέρασμα της οικονομίας από την ύφεση των τελευταίων ετών, σε γρήγορους ρυθμούς ανάπτυξης.
Σύμφωνα με την ΠΟΠΕΚ, σήμερα, όλες οι επιβαρύνσεις (Φόροι, Τέλη, Δασμοί) στις τιμές του καταναλωτή στην αντλία είναι: 72% για τις Βενζίνες, 55% για το Πετρέλαιο Κίνησης και 50% για το Πετρέλαιο Θέρμανσης.
Η Ομοσπονδία τονίζει ότι η υλοποίηση των προθέσεων του Υπ. Οικονομικών για αύξηση του Ε.Φ.Κ στα καύσιμα (βενζίνες, πετρέλαιο, υγραέριο, φυσικό αέριο) παράλληλα και με την αύξηση κατά μία μονάδα του Φ.Π.Α, θα αυξήσει σημαντικά το μεταφορικό κόστος, καθώς και το κόστος παραγωγής αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων, με αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών στο «ράφι», σε βάρος χιλιάδων συνταξιούχων που έχουν βιώσει, από μήνα σε μήνα, μειώσεις συντάξεων μέχρι και 40%, αλλά και σε βάρος όλων των ήδη υπερφορολογημένων καταναλωτών.
Παράλληλα, υπογραμμίζει πως «είναι επιτέλους καιρός η κυβέρνηση να προχωρήσει στην εφαρμογή των νομοθετικών διατάξεων που εκκρεμούν τα τελευταία χρόνια και την λήψη αυστηρών μέτρων για τον έλεγχο και την πάταξη της παράνομης διακίνησης καυσίμων (λαθρεμπόριο, δασμοφοροδιαφυγή, κ.λπ.), σε όλα τα στάδια παραγωγής, εμπορίας και διακίνησης πετρελαιοειδών και ενεργειακών προϊόντων και όχι μόνον στο χώρο των πρατηρίων».
Ειδικότερα, σημειώνει πως η ανεξέλεγκτη παράνομη διακίνηση καυσίμων αφαιρεί από τα δημόσια έσοδα 1 δισ. ευρώ ετησίως, όπως αναφέρεται στην έκθεση της Γενικής Γραμματείας Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Υπουργείου Δικαιοσύνης.