ΜΙΑ ΣΧΟΛΙΚΗ ΗΜΕΡΑ ΣΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΔΙΑΒΑΤΩΝ
Σε αντίθεση με τα περισσότερα σχολεία, εδώ οι μαθητές δεν επιδιώκουν να μείνουν μακριά από το γραφείο του διευθυντή.
Όση ώρα μιλούσα με τον Θόδωρο Καραγιαννίδη, διευθυντή του 3ου Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας Θεσσαλονίκης, όλο και κάποιος μας διέκοπτε, είτε επειδή ήθελε να βγάλει μια φωτοτυπία, είτε επειδή ήθελε να μοιραστεί κάτι μαζί του. «Οι ευθύνες ενός εκπαιδευτικού δεν είναι περισσότερες ή λιγότερες από ένα κλασικό Γυμνάσιο, είναι απλά διαφορετικές. Από την πλευρά των κρατούμενων υπάρχει μεγάλη ζήτηση, αυτή τη χρονιά είχαμε 153 αιτήσεις και μπορέσαμε να πάρουμε 75 μαθητές. Οι περισσότεροι είναι αλλοδαποί. Τα κριτήρια είναι να έχουν απολυτήριο Δημοτικού και όχι Γυμνασίου και να γνωρίζουν έστω στοιχειώδη Ελληνικά. Τα μαθήματα ξεκινάνε στις 8:00 και τελειώνουν στις 12:30. Διδάσκονται μεταξύ άλλων, Ελληνικά, Αγγλικά, Μαθηματικά και χειρισμό Η/Υ. Στο τέλος μπορούν να δώσουν εξετάσεις για την πιστοποίηση της γλώσσας, ενώ συμμετέχουν και στον Διεθνή Μαθηματικό Διαγωνισμό “Καγκουρό”. Αυτή τη στιγμή λειτουργούν Σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας σε 6 φυλακές της χώρας».
Στις 9:30 ακριβώς σηκώνεται να χτυπήσει το κουδούνι και όπως με συμβουλεύει η Μαίρη Γκρίζου, η υποδιευθύντρια, θα πρέπει να βιαστώ για να μπω στην αίθουσα που στεγάζεται και η Βιβλιοθήκη του σχολείου για να προλάβω την αρχή του μαθήματος. Τρίτη 9:30 και το πρόγραμμα έχει «Δημιουργική Γραφή». Τα τραπέζια στη βιβλιοθήκη είναι τοποθετημένα ώστε να σχηματίζουν ένα Π και κάθομαι βιαστικά στη γωνία όπου υπάρχει ένα άδειο κάθισμα. Η Καλλιόπη Πασιά και η Eύα Μπαλαή, που φέτος συντονίζει το πρόγραμμα, με συστήνουν στους 11 μαθητές τους. Όλοι τους χαμογελαστοί και φιλικοί, με καλωσορίζουν στο σχολείο τους, που υποψιάζομαι πως το νιώθουν σαν σπίτι τους, σε αντίθεση με το κεντρικό κτήριο των φυλακών και τα κελιά που τους περιμένουν μετά το σχόλασμα. Στον λευκό πίνακα είναι γραμμένα κάποια χημικά σύμβολα από προηγούμενο μάθημα και στα τραπέζια είναι αραδιασμένα βιβλία και παλιά περιοδικά.
Ο Θόδωρος Καραγιαννίδης μου έχει ήδη εξηγήσει τη διαδικασία φοίτησης: «Η παρακολούθηση του σχολείου διαρκεί 2 χρόνια, δύο κύκλους όπως τους αποκαλούμε, και η ολοκλήρωσή τους αντιστοιχεί σε απολυτήριο Λυκείου. Στην πλειοψηφία τους οι μαθητές μας είναι 25 έως 35 χρονών. Αυτή τη στιγμή στον α’ κύκλο έχουμε 4 τμήματα, 75 δηλαδή άτομα και στον β’ 21. Η μείωση οφείλεται στις αποφυλακίσεις, εξάλλου και οι φυλακές Διαβατών δεν έχουν πολλούς βαρυποινίτες. Για τους περισσότερους το κίνητρο του σχολείου είναι η μείωση της ποινής, καθώς οι μέρες παρακολούθησης μαθημάτων μετράνε ως διπλές. Όσο όμως περνάει ο καιρός εκτιμούν και το ότι αλλάζει ο ρυθμός τους. Σπάει η μονοτονία της φυλακής, κοινωνικοποιούνται και φυσικά μορφώνονται».
Πίσω στην αίθουσα, οι μαθητές διαβάζουν τα κείμενα που δούλεψαν μέσα στην εβδομάδα – η άσκηση ήταν να βασιστούν στα γράμματα της αλφαβήτου. Οι περισσότεροι είναι περήφανοι για τα γραπτά τους και τα διαβάζουν μεγαλόφωνα μέσα στην τάξη, ενώ δεν λείπουν και οι κλασικές δικαιολογίες της σχολικής ζωής: «έγραψα ένα πολύ ωραίο, αλλά το ξέχασα». Ο Άλεκ, ένα νεαρό παιδί που κάθεται στα αριστερά μου και ακόμα δεν έχει τελειώσει το δικό του μου ζητάει να του πω μια λέξη από «υ». «Ύβρις; Υπνηλία;» λέω τα πρώτα που μου ήρθαν στο μυαλό. «Υγεία! Ασ’ το το βρήκα» αναφωνεί χαρούμενος. Όσο οι καθηγήτριες σχολιάζουν και ενθαρρύνουν, παρατηρώ τα φροντισμένα μπλε τετράδια τους και για κάποιον λόγο μου κάνει εντύπωση ότι σχεδόν όλοι έχουν συμπληρώσει και τα στοιχεία τους στην ετικέτα.
Πιάνω στα χέρια μου ένα μικρό βιβλιαράκι που είναι μπροστά μου με τίτλο «Χρήσιμες πληροφορίες για μια ομαλή κοινωνική επανένταξη». Ο Άλεκ που με βλέπει πως το ξεφυλλίζω μου λέει πως και ο ίδιος το διαβάζει και πως είναι στη σελίδα 11, αλλά όπως καταλαβαίνω δεν του έχει φανεί ιδιαίτερα χρήσιμο. Στο μάθημα με αφορμή ένα ποίημα που διάβασαν συζητάνε για τους ήρωες. Η Καλλιόπη τους εξηγεί πως ο καθένας μπορεί να είναι ήρωας στα μάτια του συγγραφέα, «ακόμα και εσύ», λέει στον Ρενάτο που δυσπιστεί «Ήρωας ήμουν έξω, όχι εδώ στη φυλακή».
Λίγα λεπτά αργότερα χτύπησε το κουδούνι του διαλείμματος. Σηκώθηκα με τους υπόλοιπους και στάθηκα για μερικά δευτερόλεπτα αμήχανη, προσπαθώντας να αποφασίσω ποιον να προσεγγίσω για να μιλήσουμε, όταν με πλησίασε από μόνος του ο 40χρονος Έλτον από την Αλβανία. «Για να καταλάβεις το πώς λειτουργεί μια κοινωνία πρέπει να δεις τις φυλακές της. Εδώ αν κλέβεις λίγο μένεις μέσα πολύ, αν κλέψεις πολύ θα μείνεις λίγο. Το σχολείο δεν βοηθάει μόνο εμάς, βοηθάει ολόκληρη την κοινωνία γιατί οι φυλακισμένοι από την κοινωνία προέρχονται και εκεί θα καταλήξουν ξανά, δεν γεννήθηκαν στη φυλακή. Η γνώση μας δίνει μια δεύτερη ευκαιρία, αλλά και το ίδιο το σχολείο αλλάζει την καθημερινότητα μας. Ξεφεύγεις από τη ρουτίνα της φυλακής, βελτιώνεται η διάθεσή σου, είναι σαν οξυγόνο. Στη φυλακή ακόμα και να θες να διαβάσεις ένα βιβλίο είναι δύσκολο, είμαστε δέκα άτομα σε ένα κελί, δεν μπορείς να συγκεντρωθείς. Το βιβλίο που με έχει αγγίξει είναι “Η καλύβα του μπάρμπα Θωμά”. Ξέρω πως εσείς που γεννηθήκατε και μεγαλώσατε στην Ελλάδα το διαβάσατε όταν ήσασταν μικροί, εγώ όμως το διάβασα μεγάλος και μου έχει μείνει».
Στεκόμασταν έξω από την αίθουσα των Υπολογιστών, ακουμπισμένοι στο πεζούλι του παραθύρου και αρκετοί συμμαθητές του Έλτον κοντοστέκονταν να ακούσουν την κουβέντα μας, μετά όμως από λίγα λεπτά αποχωρούσαν συνεχίζοντας τη βόλτα τους στο προαύλιο. Ο32χρονος Τζιν όμως περίμενε υπομονετικά μέχρι το τέλος της συνομιλίας μας, ώστε να προσθέσει και αυτός με τη σειρά τα δικά του αισθήματα για τον ρόλο του σχολείου στην καθημερινότητα του: «Είναι ένας λόγος για να σηκώνεσαι το πρωί. Αλλάζεις παραστάσεις, μορφώνεσαι και περνάει η μέρα ευχάριστα. Αν είσαι διαρκώς κλεισμένος στο κελί, το πιθανότερο είναι πως στο τέλος θα μαλώσεις με τους συγκρατούμενους σου επειδή δεν θα έχεις με τι να ασχοληθείς. Τώρα που είμαστε μαθητές νιώθουμε ξεχωριστοί, αισθανόμαστε πως κάτι κάνουμε. Θα θέλαμε να παρακολουθούμε σχολείο και τα Σαββατοκύριακα, όπως και τα απογεύματα. Πέρα από τα θεωρητικά μαθήματα μαθαίνουμε και τέχνες. Είναι πολύ σημαντικό να μην μένεις στάσιμος και να μαθαίνεις κάτι που μπορείς να το αξιοποιήσεις όταν βγεις έξω, αλλιώς το πιθανότερο είναι πως θα παρανομήσεις και θα βρεθείς και πάλι μέσα, μόνο και μόνο επειδή κανείς δεν θα προσλάβει έναν πρώην κατάδικο και εσύ κάπως θα πρέπει να βγάλεις λεφτά, να ζήσεις. Η μόρφωση, το να τελειώσεις το γυμνάσιο, να έχεις πιστοποίηση γλώσσας, σου δίνει τα εφόδια να αλλάξεις, να προχωρήσεις».
Όσοι πρόκειται να αποφυλακιστούν σύντομα δηλώνουν πως θα συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους και έξω, σε κάποιο νυχτερινό λύκειο ή στις Επαγγελματικές Σχολές Μαθητείας του ΟΑΕΔ. Ο Άλεκ εξηγεί πως «ο διευθυντής με βοηθάει και ψάχνουμε μαζί πληροφορίες στο διαδίκτυο για το πώς θα μπορούσα να συνεχίσω τις σπουδές μου», ενώ όπως και οι υπόλοιποι κρατούμενοι έτσι και αυτός εκφράζεται με θέρμη για τους καθηγητές, αλλά και τους εθελοντές του σχολείου. Ο Θόδωρος Καραγιαννίδης αργότερα μου εξηγεί πως «είμαστε 14 εκπαιδευτικοί και περιμένουμε ακόμα Ψυχολόγο και Σύμβουλο Σταδιοδρομίας. Το να έρθεις να διδάξεις σε ένα Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας φυλακών είναι μία συνειδητή επιλογή. Ξέρεις πού πας. Φυσικά είναι πολλοί οι συνάδελφοι που δεν τα προτιμούν, για διάφορους λόγους. Προσωπικά θεωρώ πως είναι πρόκληση για έναν εκπαιδευτικό να αλλάζει εκπαιδευτικό περιβάλλον. Εδώ έχεις να κάνεις με ανθρώπους παραβατικούς, σε ένα περιβάλλον όπου οι ελευθερίες τους είναι περιορισμένες, ενώ οι ανάγκες τους είναι αυξημένες και εσύ πρέπει να βρεις τον τρόπο να επικοινωνήσεις μαζί τους».
Ο ήχος του κουδουνιού μας οδήγησε πίσω στην αίθουσα, όπου η Καλλιόπη με την Εύα ζήτησαν από τους μαθητές να γράψουν ένα κείμενο πάνω σε μία λέξη που θα επέλεγαν όλοι μαζί. Με συνοπτικές διαδικασίες κατέληξαν στο «αύριο». Πώς το φαντάζονται, τι προσδοκούν και τι φοβούνται. Μέσα σε λίγα λεπτά αυτές οι σκέψεις αποτυπώθηκαν σε φύλλα τετραδίων και συγκεντρώθηκαν σε μία στοίβα μπροστά μου. Ο Παναγιώτης, ένα νεαρό παιδί, στην τελευταία του παράγραφο γράφει: «Πλέον έχω δύο επιλογές. Η μία είναι να συνεχίσω την παρανομία και να ταλαιπωρούμαι μια ζωή δυστυχισμένος και η δεύτερη είναι να ζήσω νόμιμα, ήρεμα με αγάπη και ευτυχία». Ο Μπλέντι φαντάζεται τον εαυτό του παντρεμένο με παιδιά και με μια «εντελώς διαφορετική ζωή». Το ίδιο και ο Ρενάτο «να έχω 4 παιδιά, να τα σπουδάσω για να έχουν ένα καλύτερο μέλλον». Ο Τζιν, που έχει μία κόρη 4 ετών γράφει για τις ανησυχίες του: «Το ξέρω πως όταν βγω οι άνθρωποι θα με βλέπουν με άλλο μάτι και θα με δείχνουν με το δάχτυλο. Θα λένε «να ο φυλακισμένος» οπότε ούτε δουλειά θα μου προσφέρουν, αντιθέτως θα απομακρυνθούν και θα μου γυρίσουν την πλάτη. Από την πείνα θα βρεθώ ξανά στην παρανομία. Θέλω στήριξη στην ελευθερία μου. Θέλω να μην ξαναβρεθώ εδώ. Θέλω την ελευθερία μου και να την αναπνεύσω και να το νιώσω». Για τον «ρατσισμό προς τους κατάδικους» γράφει και ο Ιάκωβος, ενώ η σκέψη του Μάριου είναι η οικογένειά του: «Να τη φροντίζω, να προσφέρω τα πάντα, να τους προσέχω να είμαι δίπλα τους. Να αλλάξω όλο το παρελθόν, να διορθώσω τα λάθη μου, να αποδείξω ότι τους αγαπάω. Ελπίζω να βρω τη δύναμη». Ο Μουράντ προσδοκά μια ζωή χωρίς μοναξιά, με «πολλή αγάπη και ανθρωπιά». Ο Μόσχος στο εκτυπωμένο χαρτί που μου έδωσε γράφει «να μπορώ να στέκομαι όρθιος στης ζωής τις μάχες, γιατί η ζωή κατάντησε πόλεμος, που έχει νικητές και ηττημένους». Ο Έλτον μου δείχνει και ένα παλιότερο κείμενο του που τελειώνει με τη φράση «Η φυλακή είναι φυτώριο για εγκληματίες, εγώ δεν θα του κάνω το χατίρι, ανήκω σε άλλες κοινωνίες». Ο προσωπικός χαρακτήρας των κειμένων τους συχνά αγγίζει το όριο της εξομολόγησης και αποτυπώνει μεταξύ άλλων την αγωνία τους για την κοινωνική τους ένταξη. Η ταχύτητα με την οποία γράψανε τις σκέψεις τους, περισσότερο ή λιγότερο ορθογραφημένα, δείχνει πως αυτοί οι προβληματισμοί τους συντροφεύουν καθημερινά. Πέρα από τη διάρκεια της ποινής που έχουν να εκτίσουν δεν ξέρουν πώς θα συνεχίσουν τη ζωή τους μετά την αποφυλάκισή τους.
Η παιδεία που λαμβάνουν κατά τη διάρκεια της κράτησής τους έρχεται να καλύψει, πέρα από τον χρόνο τους, και το εκπαιδευτικό κενό που άφησε η κοινωνία όταν οι ίδιοι ήταν ακόμα παιδιά και βρίσκονταν έξω από τη φυλακή. Παράλληλα φαίνεται να λειτουργεί και ως καταλύτης σε μια διαδικασία αυτογνωσίας. Οι ίδιοι συνειδητοποιούν πως η έλλειψη εκπαίδευσης σε συνδυασμό με τη φτώχεια και τις κοινωνικές ανισότητες ήταν ο βασικός παράγοντας που οδήγησε αρκετούς από αυτούς στην παρανομία. Αν η γνώση συχνά παρομοιάζεται με ένα παράθυρο για ένα καλύτερο μέλλον, αυτή η παρομοίωση ισχύει και για τους μαθητές των φυλακών Διαβατών, έστω και αν αυτή τη στιγμή τα δικά τους παράθυρα έχουν κάγκελα.