ΜΑΓΕΙΡΑΣ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ: «ΠΑΡΑΛΙΓΟ ΝΑ ΜΕ ΑΠΟΛΥΣΕΙ ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΤΟΥ ΕΚΑΝΑ THN…ΒΑΒΥSITTER ΣΤΟ ΜΩΡΟ ΤΟΥ»

«Ήμουν άνεργος για 2 χρόνια, έψαχνα σαν τρελός και δεν έβρισκα πουθενά. Μάγειρας με πτυχίο. Μετά από πολλές… «αναζητήσεις» και μεσολαβήσεις φίλων και γνωστών, κατάφερα να βρω δουλειά σε ένα ξενοδοχείο στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Μην φανταστείς πολυτέλειες και τέτοια πράγματα, ένα απλό, αξιοπρεπές εκ πρώτης όψεως, ξενοδοχείο. Συζητήσαμε με τον ξενοδόχο, τα βρήκαμε στον μισθό, στην ασφάλιση και στις ημέρες εργασίας. Αν και μου έδωσε την επιλογή να δουλεύω 6 μέρες την εβδομάδα και να παίρνω ρεπό την μία ημέρα, εγώ επέλεξα να δουλεύω σερί όλη την εβδομάδα. Η κουζίνα ήταν σε καλή κατάσταση και θα είχα για βοηθό έναν πιτσιρικά που θα έφτιαχνε σαλάτες και τα «εύκολα» πιάτα. Στην αρχή, όλα πήγαιναν καλά. Και ο ίδιος και οι πελάτες ήταν ευχαριστημένοι από τα πιάτα μου. Μου το είχε πει άλλωστε, αρκετές φορές. Βέβαια, σαν χαρακτήρας ήταν απόμακρος και απότομος, κάποιες φορές μάλιστα και αγενής, ειδικότερα προς τον νέο μάγειρα. Αν και τα λάθη του δεν ήταν σοβάρα, δεν έχανε ευκαιρία να του κάνει παρατηρήσεις και να τον προσβάλλει. Ο καημένος έσκυβε το κεφάλι και δεν έλεγε κουβέντα. Από την στιγμή που ήταν εντάξει στην συμφωνία μας, εμένα δεν με πείραζε η συμπεριφορά του. Είχα τόση ανάγκη τα χρήματα που ήμουν πρόθυμος να αφήσω πολλά να πέσουν κάτω χωρίς να δώσω σημασία. Το υπόλοιπο προσωπικό ήταν μεγάλο σε ηλικία και αμίλητο. Υπήρχε ένα κλίμα καχυποψίας και εχθρότητας. Με το ζόρι έλεγε ο ένας στον άλλο μια καλημέρα. Τον ιδιοκτήτη τον είχα δει κάμποσες φορές να συνομιλεί με μια γυναίκα, στο σαλόνι του ξενοδοχείου, έντονα, σαν να μάλωναν. Αργότερα έμαθα από μια καμαριέρα, ότι η γυναίκα αυτή ήταν η πρώην σύζυγος του. Είχαν και ένα παιδί μαζί. Εξαιτίας αυτού του παιδιού, όχι πως έφταιγε το παιδάκι σε τίποτα, έχασα την δουλειά μου. Ο εργοδότης μου, που αποδείχθηκε τελικά μεγάλο…καθίκι, πίστευε ότι ανάμεσα στα καθήκοντα μου ως μάγειρα, παρά το γεγονός ότι ξεσκιζόμουν στην δουλειά, ήταν να κάνω και την…babysitter για το μωρό τους» δηλώνει θυμωμένος στο bangladeshnews.gr, o Θ.Ι, μάγειρας από την Θεσσαλονίκη.

cook 1

ΣΤΗΝ ΚΟΥΖΙΝΑ ΔΕΝ ΗΜΟΥΝ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΜΑΓΕΙΡΕΥΩ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΝΤΑΝΤΕΥΩ…

«To ξενοδοχείο είχε πολύ δουλειά. Οι έλληνες πελάτες ήταν ελάχιστοι. Δούλευε κυρίως με ρώσους, τούρκους, σέρβους, ρουμάνους. Δεν είχαν ιδιαίτερες απαιτήσεις στο φαγητό τους, αλλά έτρωγαν πολύ. Πάρα πολύ. Από νωρίς το πρωϊ που έπιανα δουλειά, μέχρι αργά το βράδυ, δεν έπαιρνα ανάσα. Το ίδιο και ο βοηθός μου. Όσο περνούσαν οι μέρες, τόσο πιο συχνές ήταν οι εμφανίσεις της πρώην του, μαζί με το αγοράκι τους, ένα παιδάκι γύρω στα 7. Mάλωναν και φώναζαν συνέχεια ο ένας στον άλλον. Ακόμη και μπροστά στο προσωπικό. Απ΄ότι κατάλαβα, και οι δύο ήθελαν να γκομενίζουν και δεν ήθελαν να φορτώνονται το παιδί. Αυτός ήταν και ο σημαντικότερος λόγος των καυγάδων τους. Όταν το παιδί το είχε αυτός, εκείνο τριγύριζε μέσα στο ξενοδοχείο. Είχαν τον νου τους στην reception, τον πρόσεχαν και τον έπαιζαν λίγο και οι καμαριέρες, ο μικρός όμως ήθελε να έρχεται συνέχεια στην κουζίνα. Για αυτόν, πρέπει να έμοιαζε…με παράδεισος. Είχε πολλά εξαρτήματα & εργαλεία σε διαφορετικό σχήμα, τα μαγειρικά σκεύη έκαναν θόρυβο, έβλεπε πράγματα που δεν είχε ξαναδεί, πρέπει να του άρεσε πολύ εκεί μέσα και έτσι, ερχόνταν συνεχώς. Πολλές φορές, έρχονταν και τον έπαιρνε ο πατέρας του από μέσα, μετά από λίγο όμως γυρνούσε ξανά. Όταν δεν έπαιζε με ξύλινες κουτάλες και τέτοιου είδους εξοπλισμό, κάθονταν και μας κοιτούσε. Έπρεπε να την είχα ψυλλιαστεί, όταν ο πατέρας του ήρθε μια φορά να τον πάρει από την κουζίνα και μου είπε χαμογελαστός, ότι σκέφτονταν να μεταφέρει το…κρεβάτι του μικρού μέσα στην κουζίνα, αφού του αρέσει τόσο πολύ να βρίσκεται εδώ. Δεν μπορούσα όμως να διανοηθώ ότι υπήρχε κάποιος που θα έφθανε ως εκεί για να κάνει την δουλειά του…».

cook 3
Φωτογραφία Αρχείου
ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ ΤΙ ΜΕ ΠΕΡΙΜΕΝΕ…

«Όλο και πιο συχνά το παιδί ερχόνταν στην κουζίνα και έμενε με τις ώρες. Εγώ όμως ανησυχούσα, γιατί αυτός δεν ειναι χώρος για παιδιά. Αν πάθαινε κάτι, μπορεί και να έβρισκα τον μπελά μου. Αυτό τραβούσε για μέρες, και οι μέρες έγιναν εβδομάδες. Σε τελική ανάλυση, παιδί είναι, δεν μπορεί να κάθε διαρκώς ήσυχο. Τον είχα πετύχει πολλές φορές πάνω από τα ταψιά με τα φαγητά να τα πειράζει, να πειράζει τα μάτια της κουζίνας, τον εξοπλισμό. Δεν φοβόμουν μην χαλάσει κανένα φαγητό, έτρεμα μήπως τυχόν τραυματιστεί ή συμβεί τίποτα το χειρότερο. Την πρώτη φορά, το είπα όσο πιο διακριτικά μπορούσα στον πατέρα του, προκειμένου να τον απομακρύνει. Με την σειρά του με διαβεβαίωσε ότι δεν πρόκειται να τον ξαναδώ στην κουζίνα. Για να αποφύγω και την παραμικρή πιθανότητα παρεξήγησης εκ μέρους του, τού είπα επανειλημμένα πως δεν με πειράζουν τα φαγητά, φοβάμαι μην χτυπήσει, γιατί το μυαλό μου είναι διαρκώς στις κατσαρόλες και στους φούρνους. Άλλος μάγειρας στην θέση μου δεν θα ήταν τόσο απολογητικός, αλλά η ανεργία βλέπετε, σε κάνει να βάζεις πολύ νερό στο κρασί σου. Η υπόσχεση του αποδείχθηκε κενή και ο μικρός όχι μόνο παρέμεινε στην κουζίνα, αλλά αυξήθηκαν και οι ώρες παραμονής του. Δεν ξεκολλούσε κυριολεκτικά. Ο πατέρας…χαμένος. Μετά από λίγο, κατάλαβα το παιχνίδι του: ‘Ηξερε πως από την στιγμή που ήταν στην κουζίνα μαζί μου, δεν υπήρχε περίπτωση να μην τον προσέχω, και εκείνος το εκμεταλλευόταν. Του το είπα και δεύτερη και τρίτη και τέταρτη φορά. Εκείνος έλεγε πως όλο θα το διορθώσει και δεν έκανε τίποτα. Ο γιος του ήταν περισσότερες ώρες μαζί μου, παρά μαζί του. Ώσπου μια μέρα μου ζήτησε το απίστευτο».

plate 3

ΑΡΝΗΘΗΚΑ ΝΑ ΥΠΟΚΥΨΩ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΛΟΓΙΣΜΟ ΤΟΥ, ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ ΤΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ…

«Το Σάββατο εκείνο, πνιγόμασταν στην δουλειά. Έρχονταν οι πελάτες ανά κύματα. Δεν προλαβαίναμε να γεμίζουμε τους θερμοθαλάμους. Τρώγαν σαν λιμασμένοι. Κάποια στιγμή η δουλειά άρχισε να πέφτει και εμείς αρχίσαμε να χαλαρώνουμε. Την στιγμή εκείνη εμφανίστηκε ο ξενοδόχος και ζήτησε να μου μιλήσει. Ξέρεις τι μου είπε; Αν θα μπορούσα τις Παρασκευές και τα Σάββατα το βράδυ να έχω τον νου μου στον μικρό…γιατί ο ίδιος θα είχε κάποιες πολύ σημαντικές δουλειές να τακτοποιήσει. «Μα το κάνω ήδη», απάντησα ειρωνικά. «Και όχι μόνο την Παρασκευή και το Σάββατο, όλες τις ημέρες». Μου είπε πως έχει ραντεβού με σημαντικούς πελάτες, επενδυτές, στο τέλος μπερδεύτηκε και ο ίδιος, και δεν καταλάβαινε κανείς τι έλεγε. Εγώ παρέμεινα σταθερός στην άρνηση μου και δεν έκανα πίσω. Του ξεκαθάρισα πως δεν υπήρχε περίπτωση, την ώρα που καιγόμασταν κυριολεκτικά στην κουζίνα, εγώ να έχω τον νου μου στον γιο του. «Δεν είμαι νταντά» του είπα, και πρόσθεσα ότι αν με πιέσει και άλλο για το θέμα αυτό, καλύτερα θα ήταν να με απέλυε και να έβρισκε άλλον στην θέση μου. Το τι έγινε μετά, δεν περιγράφεται. Μόνο που δεν με έδειρε. Άρχιζε να κατηγορεί το προσωπικό, να μας λέει εγωϊστές και αχάριστους, πως δεν αξίζουμε, πως ενώ αυτός μάχεται για να κρατήσει ανοιχτό το ξενοδοχείο και εμείς τις δουλειές μας, αδυνατούσαμε να του κάνουμε μια εξυπηρέτηση και άλλες τέτοιες μαλακίες. Μετά βέβαια, ξεκίνησαν τα αντίποινα. Μαζί με τον γιο του, που παρέμεινε στην κουζίνα, «εγκαταστάθηκε» και αυτός. Όλη την ώρα παράπονα, παρατηρήσεις με άσχημο τρόπο, «δεν είναι καλό εκείνο», «δεν είναι νόστιμο αυτό», «κάνουν παράπονα οι πελάτες», παρά το γεγονός ότι οι σερβιτόροι δεν άκουσαν το παραμικρό παράπονο από τους πελάτες. Τέλος πάντων, η παράνοια του συνεχίστηκε όλο το καλοκαίρι. Έκανα υπομονή. Όταν τελείωσε η συμφωνία μας, πήγα να πάρω τα χρήματα που μου όφειλε. Είχε αποφασίσει να κρατήσει ως μόνιμο μάγειρα…τον βοηθό μου και όχι εμένα. Τόση εκδικητικότητα. Με το που πήρα τα χρήματα, χωρίς να ανταλλάξουμε ούτε ένα βλέμμα, ούτε ένα χαιρετισμό, σηκώθηκα και έφυγα. Με τον άλλο μάγειρα, κρατάω ακόμη επαφές. Ξέρεις τι μου είπε; Τελικά έγινε αυτός…babysitter».

ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΑΛΣΑΜΙΔΗΣ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *