ΕΡΕΥΝΕΣ ΥΠΟΒΑΘΜΙΖΟΥΝ ΤΙΣ ΠΑΡΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΚΑΤΑΘΛΙΠΤΙΚΩΝ

Σημαντικά στοιχεία για την ασφάλεια και τις πιθανές παρενέργειες των αντικαταθλιπτικών θεραπειών, ιδίως στα παιδιά και τους εφήβους, υποβαθμίζονται από τις φαρμακευτικές εταιρείες με αποτέλεσμα η ιατρική κοινότητα και το ευρύ κοινό να μην έχει πλήρη εικόνα γι’ αυτά, σύμφωνα με ανασκόπηση που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο British Medical Journal.

Πρόκειται για την πληρέστερη μέχρι σήμερα ανασκόπηση ήδη δημοσιευμένων κλινικών δεδομένων για τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα. Αφορμή για την μετά-ανάλυση των δεδομένων στάθηκε μια μελέτη που δημοσιεύθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο στο επιστημονικό έντυπο Journal of Clinical Epidemiology, η οποία αποκάλυψε ότι το ένα τρίτο των ανασκοπήσεων σχετικά με τις κλινικές δοκιμές των αντκαταθλιπτικών, συντάσονται από ανθρώπους που έχουν οικονομικές διασυνδέσεις με τις φαρμακευτικές εταιρείες. Έτσι, οι ανασκοπήσεις ειδικά για τα αντικαταθλιπτικά είναι 22 φορές λιγότερο πιθανό να περιέχουν αρνητικές αξιολογήσεις σε σχέση με άλλες μετα-αναλύσεις.

Οι ερευνητές του Σκανδιναβικού Κέντρου Cochrane στην Κοπεγχάγη, με επικεφαλής τον καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης Πέτερ Γκέτζε και την Δρ Τάρανγκ Σάρμα, ανέλυσαν 70 τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες, κλινικές δοκιμές των δύο κυριότερων κατηγοριών αντικαταθλιπτικών: των εκλεκτικών αναστολέων επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRI) και των αναστολέων επαναπρόσληψης σεροτονίνης και νορεπινεφρίνης (SNRI).

Από την αξιολόγηση των δεδομένων προέκυψαν «κρυμμένες» αναφορές των φαρμακοβιομηχανιών σχετικά με τις κλινικές δοκιμές για τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα σχετικά με απόπειρες αυτοκτονιών και περιστατικά επιδείνωσης της κατάθλιψης μετά την χορήγηση των φαρμάκων. Μάλιστα σε παραπάνω από τις μισές αναφορές κλινικών δοκιμών, σύμφωνα με την Δρ Τάρανγκ, οι παραπομπές έλειπαν τελείως και ήταν διαθέσιμες από τις εταιρείες μόνο αν τις ζητούσαν οι εποπτικές Αρχές – μόνο που οι τελευταίες ποτέ δεν τις είχαν ζητήσει.

«Η μελέτη επιβεβαιώνει ότι δεν δίνεται στη δημοσιότητα ο πλήρης βαθμός της ζημιάς που κάνουν τα αντικαταθλιπτικά», σχολιάζει η ψυχίατρος Τζοάνα Μονκρίεφ του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (UCL). «Οι πιθανές παρενέργειες δεν αναφέρονται πλήρως στις ιατρικές επιστημονικές δημοσιεύσεις – αυτό το ξέραμε ήδη. Φαίνεται όμως πως δεν αναφέρονται κανονικά ούτε στις αναφορές των κλινικών δοκιμών που δίνονται στις ρυθμιστικές Αρχές και αποτελούν τη βάση για την αδειοδότηση των φαρμάκων», προσθέτει.

«Δεν είναι εξάλλου πάντα εύκολο να έχει κανείς πρόσβαση στο κείμενο της αναφοράς για μια κλινική δοκιμή. Όχι σπάνια, καλύπτονται από ένα πέπλο μυστικότητας, παρόλο που αυτή η μυστικότητα θα μπορούσε να κοστίσει ανθρώπινες ζωές. Στην Ευρώπη η κατάσταση έχει τελευταία βελτιωθεί, αλλά όχι στις ΗΠΑ», συμπληρώνει ο Δρ Γκέτζε.

Και καταλήγει υπογραμμίζοντας ότι, «είναι βαθιά ανήθικο όταν οι ασθενείς εθελοντικά συμμετέχουν σε κλινικές δοκιμές για το καλό της επιστήμης, αλλά μετά αφήνουμε τις φαρμακευτικές να αποφασίζουν ότι δεν μπορούμε να έχουμε πρόσβαση στα πρωτογενή στοιχεία των δοκιμών αυτών. Η δοκιμή των φαρμάκων θα έπρεπε να είναι δημόσια υπόθεση».

Λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι, σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, τα αντικαταθλιπτικά είναι μόνο οριακά καλύτερα σε σχέση με τα εικονικά φάρμακα, η Δρ Μονκρίεφ τονίζει ότι «καθώς αυξάνονται οι ενδείξεις πως τα αντικαταθλιπτικά μπορεί να κάνουν ζημιά, θα έπρεπε ίσως να κάνουμε αναστροφή πορείας και να σταματήσουμε την αυξανόμενη τάση συνταγογράφησής τους».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *